σφαιρικως

σφαιρικως
    σφαιρικῶς
    1) в виде шара, сферически
    

(ἐγχεῖσθαι Arst.)

    2) подобно шару
    

(κινεῖσθαι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σφαιρικως" в других словарях:

  • σφαιρικώς — σφαιρικῶς ΝΜΑ επίρρ. βλ. σφαιρικός …   Dictionary of Greek

  • σφαιρικῶς — σφαιρικός globular adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιρικός — ή, ό / σφαιρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σφαίρα] 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα») 2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια») νεοελλ. 1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση τού… …   Dictionary of Greek

  • κυβικός — Όρος των μαθηματικών, που χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις χαρακτηρισμού: κ. πολυώνυμο. Έτσι ονομάζεται κάθε πολυώνυμο τρίτου βαθμού. κ. εξίσωση. Έτσι ονομάζεται κάθε εξίσωση τρίτου βαθμού αx3 + βx2 + γx + δ = 0 με α ≠ 0. κ. καμπύλη. Έτσι… …   Dictionary of Greek

  • ԳՆԴԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0565 Chronological Sequence: 6c մ. σφαιρικῶς modo sphaerae, globi, pilae Որպէս գունտ. պարունակաձեւ. *Հինգ տարերքս այսոքիկ առ հինգ վայրս գնդապէս կալով. Արիստ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»